Friday, April 22, 2011

(8) Ασακούσα;


Είχα μόλις τρεις μέρες στο Τόκιο και τις είχα περάσει σχεδόν ολόκληρες στο Κόντοκαν, υποστηρίζοντας ηθικά τον φίλο μου τον Γιάννη που παρακολουθούσε εκεί ένα σεμινάριο για τα κάτα του τζούντο. Όχι ότι μπορούσα να κάνω και τίποτα πολύ περισσότερο· ήμουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα αποκαλούσε κανείς «έμπειρος στις πτήσεις» (στην πραγματικότητα, το να πετάω με τρομάζει ακόμα απίστευτα) και οι δώδεκα ώρες πάνω από την Ασία με είχαν τσακίσει τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ο δε καιρός, έκανε τα πράγματα χειρότερα –ήταν τέλος Ιουλίου και όποιος έχει βρεθεί ποτέ στο Τόκιο τέτοια εποχή ξέρει ότι είναι πιθανότατα το χειρότερο καλοκαίρι που μπορείς να περάσεις εκτός των Τροπικών.

Παρόλα αυτά, το τέταρτό μας απόγευμα προοιωνιζόταν διαφορετικό και ενδιαφέρον: ένας Ιάπωνας φίλος του δασκάλου μας του τζούντο, ένας μεσήλικας, επίσης δάσκαλος του τζούντο από τη Σαϊτάμα, θα κατέβαινε στο Τόκιο και θα μας πήγαινε να δούμε κάτι «πραγματικά ιαπωνικό» –μια εκδήλωση με πυροτεχνήματα στον ποταμό Σουμίντα. Και, κατά την άποψή του (και υποτίθεται ότι ήξερε, καθότι ντόπιος), το καλύτερο μέρος για να δούμε τα πυροτεχνήματα ήταν η Ασακούσα.

Την ήξερα καλά την Ασακούσα –για την ακρίβεια, ήξερα καλά τι ήταν. Ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς σε θέματα σχετικά με την Ιαπωνία και Νέστορας των εκπατρισμένων στη χώρα, ο Ντόναλντ Ρίτσι, έχει γράψει πολλά για την περιοχή, ενίοτε υποτιμητικά καθώς κατά τη γνώμη του δεν είναι πια παρά σκιά του παλιού της εαυτού –αυτό είναι το πρόβλημα με ανθρώπους όπως ο Ρίτσι: έχουν ζήσει στο Τόκιο τόσα πολλά χρόνια που όταν λένε «η Ασακούσα δεν είναι αυτό που ήταν» οφείλεις να δώσεις προσοχή. Όπως και να ‘χει, χάρη στον Ρίτσι (ο οποίος, για να είμαστε δίκαιοι, έχει επίσης γράψει στο Japan Journals του μια από τις πιο συγκινητικές παραγράφους που έχω διαβάσει ποτέ για την Ασακούσα –περισσότερα γι αυτό, παρακάτω) η Ασακούσα ήταν πάντοτε ένας από τους λόγους που ήθελα να πάω στο Τόκιο.

Δεν ήταν μόνο ο Ρίτσι, δε. Το εξαιρετικό δίτομο ιστορικό/ταξιδιωτικό έργο του Έντουαρντ Σαϊντενστίκερ, Low City, High City και Tokyo Rising, το The Scarlet Gang of Asakusa του Καουαμπάτα Γιασουνάρι, το My Asakusa της Σαουαμούρα Σαντάκο και οτιδήποτε είχα καταφέρει να βρω σχετικά με τη Γιοσιουάρα, τη θρυλική περιοχή «ψυχαγωγίας» του Έντο και του προπολεμικού Τόκιο μου είχαν ανοίξει για καλά την όρεξη, οπότε μόλις άκουσα ότι το ραντεβού μας ήταν στην Ασακούσα, προετοιμάστηκε για ένα ενδιαφέρον απόγευμα/βράδυ.

Και βεβαίως έκανα λάθος! Πέρα από το ότι η Γιοσιουάρα δεν είναι στην Ασακούσα (πταίσμα που μπορεί εύκολα να αποδοθεί στο ότι δεν είχα ξαναβρεθεί στο Τόκιο), η βραδιά ήταν πολύ πέρα από ενδιαφέρουσα –ήταν στα όρια της μεταφυσικής εμπειρίας και το λέω αυτό με όλη την ψυχραιμία που έχω αποκομίσει μετά από σχεδόν μια δεκαετία τοιχοσκόπησης αλά Σότο Ζεν και μετά από πάνω από δύο δεκαετίες πολεμικών τεχνών και επαγγελματικής δημοσιογραφίας. Θέλω να πω, σπάνια χρησιμοποιώ λέξεις όπως «μεταφυσική εμπειρία» και συνήθως κοροϊδεύω αυτούς που το κάνουν, όμως στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα αποδείχθηκαν εντελώς διαφορετικά και το κατάλαβα μόλις πήραμε το τρένο της γραμμής Γιαμανότε για να πάμε στο Ουένο.

Με τον Γιάννη μέναμε στο Σιντζούκου και καθημερινά ακολουθούσαμε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα: παίρναμε το τρένο της γραμμής Οέντο από τον σταθμό του Τοτσόμαε και κατεβαίναμε στον σταθμό Κάσουγκα, τον σταθμό που βρίσκεται πιο κοντά στο Κόντοκαν (υπενθυμίζω: είχαμε μόλις τρεις μέρες στο Τόκιο και δεν είχαμε προλάβει να εξοικειωθούμε με το μεγαθήριο που λέγεται δίκτυο τρένων και μετρό της πόλης). Καθώς η διαδρομή μας ήταν από το Σιντζούκου στο Μπούνκιο και πίσω, είχαμε σχεδόν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το 49,999995% του πληθυσμού του Τόκιο φορούσε σκούρα κοστούμια (ή ταγέρ), λευκά πουκάμισα, κρατούσε χαρτοφύλακες και δούλευε (και πιθανότατα έμενε) σε ουρανοξύστες και το άλλο 49,999995% ήταν τρέντι αγόρια και κορίτσια που φορούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Το υπόλοιπο 0,00001% ήταν ηλικιωμένες κυρίες με κιμονό –είχαμε δει δύο τέτοιες.

Ήδη από τον σταθμό του Σιντζούκου, ωστόσο, τα πράγματα άρχισαν να δείχνουν κάπως περίεργα. Αντί για τα συνηθισμένα τρέντι πλήθη που περιμέναμε να δούμε (ήταν Σάββατο απόγευμα, οπότε θεωρήσαμε δικαιολογημένη την απουσία των χιλιάδων κοστουμιών και ταγέρ), υπήρχε μια κάπως ανησυχητική πληθώρα ανθρώπων με κιμονό –αντρών και γυναικών κάθε ηλικίας. Και τα κιμονό εδώ δεν ήταν τα σοβαρά κιμονό των ηλικιωμένων κυριών, αλλά καλοκαιρινές γιουκάτα με χρώματα και σχέδια που σου έβγαζαν τα μάτια, κάτι όχι πολύ εύκολο στο Τόκιο και ειδικά στο Σιντζούκου όπου σχεδόν τα πάντα είναι λαμπερά και χρωματιστά (και συνήθως και τα δύο).

Πήραμε το τρένο διερωτώμενοι τι συνέβαινε και σε όλη τη διάρκεια της κυκλικής του τροχιάς προς το Ουένο η απορία μας μεγάλωνε όλο και περισσότερο, σε ευθεία αναλογία με τον αριθμό του γιουκατο-φορεμένου πλήθους. Όταν αλλάξαμε τρένο στο Ουένο και είδαμε ότι σχεδόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι (που πλέον είχαν γίνει πάρα πολλοί) μπήκαν μαζί μας στο τρένο της γραμμής Γκίνζα, καταλάβαμε ότι πήγαιναν κι αυτοί εκεί που πηγαίναμε κι εμείς και φανταστήκαμε ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποια εκδήλωση μεταμφιεσμένων που έχει κάποια σχέση με τα πυροτεχνήματα. Και τελικά είχαμε δίκιο. Περίπου.

Η στιγμή που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, ήταν μόλις ανεβήκαμε τις σκάλες του σταθμού της Ασακούσα και βγήκαμε στη λεωφόρο Καμιναριμόν, τον μεγάλο δρόμο που οδηγεί στον ναό Σενσότζι, το κέντρο της Ασακούσα και έναν από τους πιο γνωστούς τουριστικούς προορισμούς του Τόκιο. Από τη μια πλευρά ήταν ο ποταμός Σουμίντα με το κτήριο της Ασάχι (σχεδιασμένο από τον Φίλιπ Σταρκ και με μια «χρυσή κουράδα» στην κορυφή). Και από την άλλη, λουσμένη στο ως του ήλιου που έδυε, η πύλη-σύμβολο με το γιγάντιο κόκκινο φανάρι, τα ρίκσο και τις εκατοντάδες (μάλλον χιλιάδες) ανθρώπων με τις γιουκάτα να πλημμυρίζουν τους δρόμους. ΚΙ εδώ δεν υπήρχαν ουρανοξύστες αλλά κανονικά κτήρια με κανονικά μαγαζιά και με κανονικούς ανθρώπους –αν θεωρήσουμε κανονικούς ανθρώπους με σακάκια χάπι και τζινμπέι, φόρμες σαμούε και με μαντήλια τενουγκούι τυλιγμένα στα κεφάλια τους.

Αυτό ήταν ένα διαφορετικό Τόκιο. Ήταν ένα μέρος που οι άνθρωποι έρχονταν για να κάνουν αληθινά πράγματα: να κάνουν βόλτα, να ψωνίσουν, να φάνε, να πιουν, να κάτσουν κάτω και να δουν τα πυροτεχνήματα, να τραγουδήσουν να πιαστούν χεράκι-χεράκι, να φλερτάρουν και να φλυαρήσουν. Και τα έκαναν σ’ ένα μέρος όχι και τόσο διαφορετικό από όπως ήταν πριν από εκατό χρόνια. Φυσικά ο Ρίτσι έχει μάλλον δίκιο: η Ασακούσα έχει μια γεύση τουρισμού που στις κανονικές της μέρες είναι σχεδόν χειροπιαστή. Όμως την ημέρα των πυροτεχνημάτων (ή οποιασδήποτε άλλης γιορτής από τις αμέτρητες που γίνονται στην περιοχή κάθε χρόνο), ο τόπος δονείται διαφορετικά· είναι ακόμα το Τόκιο του 21ου αιώνα αλλά είναι και κάτι παραπάνω.

Εκεί, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου και μέσα στη φαντασμαγορία των χρωμάτων και την εκκωφαντική πολυφωνία των ήχων και των μυρωδιών, αν μισοκλείσεις μάτια σου ακριβώς όσο πρέπει, ίσως καταφέρεις να δεις φευγαλέα, πράγματα ηλικίας πολλών αιώνων. Στις μέρες αυτές, το Έντο παίρνει πίσω το σιταμάτσι, το παλιό του κέντρο από τους τουρίστες, και οι γιοι και οι κόρες του, οι άνθρωποι που έχτισαν το σύγχρονο Τόκιο ξεχύνονται στους δρόμους, πραγματικοί, ζωντανοί και ατόφιοι. Δεν ήταν κάτι «ενδιαφέρον» –ήταν ένα πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο.

0 comments: