Monday, June 27, 2011

(11) Χαγκοΐτα –μια κλεφτή ματιά στον κόσμο του Καμπούκι

Μια αρκετά χαρακτηριστική χαγκοΐτα
 
[Γρηγόρης] Έχω γράψει κι αλλού (και, πιθανότατα, θα ξαναγράψω) ότι ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στο Τόκιο είναι οι περιοχές που αποτελούσαν το παλιό κέντρο της πόλης, αυτό που στα Ιαπωνικά λέγεται «σιταμάτσι» (shitamachi/下町) και ότι η καρδιά της περιοχής αυτής ήταν, για διάφορους λόγους, ο βουδιστικός ναός Σενσότζι (Sensoji/浅草寺). Κατά παράδοση, στους χώρους του Σενσότζι γίνονται κάθε χρόνο διάφορες εκδηλώσεις (του είδους που στην Ελλάδα θα αποκαλούσαμε «πανηγύρια») οι οποίες, ωστόσο, δε σχετίζονται άμεσα με κάποια γιορτή του ίδιου του ναού αλλά φιλοξενούνται εκεί πρώτον ακριβώς λόγω της θέσης του ναού ως κέντρου δραστηριότητας της περιοχής και δεύτερον επειδή ο ναός διαθέτει αρκετό χώρο για να φιλοξενήσει τα αυτοσχέδια μαγαζιά/παράγκες που στήνονται. Νομίζω ότι θα πρέπει εδώ να επισημάνω ότι τα πανηγύρια αυτά έχουν σχεδόν πάντοτε εμπορικό χαρακτήρα, δηλαδή είναι εξειδικευμένα παζάρια για συγκεκριμένα αντικείμενα ή φυτά.

Ένα από τα πιο διάσημα τέτοια παζάρια (αν και εδώ που τα λέμε, όλα είναι διάσημα!) είναι αυτό των χαγκοΐτα που γίνεται κάθε χρόνο στα μέσα Δεκεμβρίου (17-19). Η χαγκοΐτα (hagoita/羽子板) είναι ένα αντικείμενο που κάποτε είχε πρακτική χρησιμότητα (ήταν ρακέτα για το παραδοσιακό παιχνίδι χανετσούκι (hanetsuki/羽根突き), μια ιαπωνική παραλλαγή του μπάντμιντον και που τα τελευταία 150 χρόνια χρησιμοποιείται κυρίως ως διακοσμητικό (και/ή γούρι, όπως πολλά ιαπωνικά παραδοσιακά αντικείμενα). Αν και στην επιφάνειά της μπορεί κανείς να απεικονίσει διάφορα πράγματα, τα συνηθέστερα θέματα προέρχονται από τον κόσμο του θεάτρου Καμπούκι –στην ουσία, όπως και τα αντίστοιχα πορτρέτα ηθοποιών στις ξυλοτυπίες Ουκίγιο-ε, πρόκειται για προγόνους των σημερινών publicity stills που αποτελούν σημαντικό κομμάτι του οπλοστασίου κάθε ηθοποιού.

Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον, είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται η εικόνα επάνω στην ξύλινη βάση-ρακέτα. Ο καλλιτέχνης/τεχνίτης, χρησιμοποιεί βαμβάκι, ύφασμα και χοντρό χαρτί ώστε να φτιάξει ένα ανάγλυφο πορτρέτο (συνήθως μπούστο) του ηθοποιού-χαρακτήρα και ορισμένες φορές οι λεπτομέρειες είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Επειδή, δε, οι ρόλοι και τα πρόσωπα που απεικονίζονται είναι πολύ γνωστά σε όλους, οι δημιουργοί των χαγκοΐτα προσπαθούν πάντα να παραμείνουν όσο πιο πιστοί γίνεται στα στοιχεία που χαρακτηρίζουν καθέναν, στοιχεία όπως το μακιγιάζ, οι αποχρώσεις των κοστουμιών, τα αντικείμενα που κρατάει ο χαρακτήρας κ.λπ.

Αυτά τα ολίγα εγκυκλοπαιδικά περί χαγκοΐτα, ώστε να ξέρουμε για τι μιλάμε. Προσωπικά θα πρότεινα σε όποιον έρθει στο Τόκιο να ψάξει να βρει κάποιο κατάστημα που πουλάει χαγκοΐτα (υπάρχουν αρκετά στην περιοχή που ανέφερα πιο πάνω –Ασακούσα, Ουένο κ.λπ.) να τις δει από κοντά και να περιεργαστεί τις λεπτομέρειές τους. Πρόκειται για ένα από τα πιο ωραία και πρωτότυπα παραδοσιακά διακοσμητικά αντικείμενα –και μόνο η δουλειά που έχουν επάνω τους (φτιάχνονται εξ ολοκλήρου στο χέρι) τις κάνει, αν μη τι άλλο, πολύ καλό conversation piece, ενώ επειδή η θεματολογία τους είναι, όπως είπα παραπάνω, βασικά από το Καμπούκι, τους δίνει και μια πολύ «κλασσική» χροιά (για όσους αισθάνονται ότι η Ιαπωνία είναι βασικά κιμονό και σαμουράι).

Ένα από τα αυτοσχέδια μαγαζιά στο Χαγκοΐτα Ίτσι της Ασακούσα

Αναγνωρίζοντας τη ματαιότητα του εγχειρήματος, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ λίγο και στο ίδιο το πανηγύρι, το Χαγκοΐτα Ίτσι (Hagoita Ichi/羽子板市). Όπως συνήθως συμβαίνει, η εμπειρία να βρεθεί κανείς στο συγκεκριμένο μέρος τις συγκεκριμένες μέρες, πάει πέρα από το να εκτιμήσει απλώς την τέχνη της δημιουργίας μιας χαγκοΐτα και να αγοράσει μια για τον εαυτό του ή για δώρο. Μην παρεξηγηθώ, πρόκειται σαφώς για ένα παζάρι και αυτό είναι σαφές από κάθε φωνή ή χειρονομία των ανθρώπων στα περίπου 50 αυτοσχέδια μαγαζιά που κατακλύζουν τους χώρους γύρω από το Σενσότζι. ‘Όμως, όπως έγραφα και στο κείμενο περί πυροτεχνημάτων («Ασακούσα;») τις ημέρες του παζαριού, ο χώρος αποκτάει έναν άλλο αέρα και χάνει την αίσθηση του δημοφιλούς τουριστικού προορισμού· προφανώς δεν ξέρω πώς ήταν τα πράγματα την περίοδο του Έντο, όμως αυτό που βλέπει κανείς στο Χαγκοΐτα Ίτσι δεν είναι ούτε ακριβώς σημερινό Τόκιο.

Αυτό που κάνει τα πράγματα λιγότερο τουριστικά (αν και όπως είπα, σε καμία περίπτωση λιγότερο εμπορικά –σε τελική ανάλυση, πρόκειται για παζάρι) είναι ότι το Χαγκοΐτα Ίτσι αφορά βασικά τους ίδιους τους Ιάπωνες. Βεβαίως αν κάποιος ξένος τουρίστας βρεθεί εκεί τις συγκεκριμένες μέρες, είναι βέβαιο ότι θα συμπαρασυρθεί στο παιχνίδι και μάλλον θα φύγει με μια χαγκοΐτα στις αποσκευές του, όμως το παζάρι φτιάχνεται για τους ίδιους τους Ιάπωνες και άρα τα πάντα γίνονται χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους τουρίστες. Όλες οι προσκλήσεις από τους κράχτες είναι στα Ιαπωνικά, το παζάρεμα πάει κι έρχεται (ναι, παραδόξως σ’ αυτά τα πανηγύρια, οι Ιάπωνες παρακάμπτουν τον κλασσικό αξιοπρεπή και συγκροτημένο εαυτό τους και επιδίδονται σε άγριες διαπραγματεύσεις οι οποίες συνοδεύονται από τους γνωστούς στη Μέση Ανατολή θεατρινισμούς του τύπου «Με σκοτώνεις!», «Θα το κλείσω και θα πάω σπίτι μου» κ.λπ.) ενώ σε πολλά από τα μαγαζιά, κάθε αγορά συνοδεύεται και από ένα λίαν φωνακλάδικο τελετουργικό ευχαριστίας του πελάτη με φωνές και παλαμάκια.

Διάσπαρτες ανάμεσα στα μαγαζιά που πουλάνε τις χαγκοΐτα, βρίσκει κανείς τις πανταχού παρούσες σε κάθε ιαπωνική συνάθροιση μεγαλύτερη των δέκα λεπτών και των πέντε ανθρώπων, παράγκες με φαγητό. Αλλά όταν λέμε «φαγητό» εννοούμε πανηγυρτζίδικο φαγητό το οποίο, κατά την γνώμη μου είναι ό,τι πιο νόστιμο μπορεί να φάει κανείς στην Ιαπωνία –με το συμπάθιο προς τους διάφορους γκουρμέ που κόπτονται για την εκλέπτυνση του καϊσέκι (kaiseki/懐石) με τα δεκάδες μικροσκοπικά πιατάκια και την υψηλή αισθητική παρουσίαση, που αντικατοπτρίζει την ευαισθησία των Ιαπώνων στις αλλαγές των εποχών, το φαγητό των παζαριών και των πανηγυριών (ό,τι κοντινότερο έχει η Ιαπωνία σ’ αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «soul food») είναι πολύ πιο εύγευστο, εξίσου προσεγμένο (με τον δικό του τρόπο) και εξίσου αυθεντικά ιαπωνικό.

Έφυγα εκείνη την ημέρα με το στομάχι γεμάτο και με μια χαγκοΐτα στον σάκο μου –είναι αυτή που συνοδεύει φωτογραφικά το κείμενο που διαβάζετε. Απεικονίζει τον ήρωα ενός από τα πιο κλασσικά έργα του Καμπούκι, τον Καμακούρα Γονγκορό Καγκεμάσα (Kamakura Gongorou Kagemasa/鎌倉権五郎景政). Το έργο είναι το «Σιμπαράκου» (Shibaraku/暫) –όμως για το Καμπούκι θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά (φορές, μάλλον). Εκείνο που δεν ήξερα, ήταν ότι μερικούς μήνες μετά, η Άτσουκο θα είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες που είδα εκείνη την ημέρα στο Χαγκοΐτα Ίτσι. Θέλεις να συνεχίσεις, αγαπητή μου;

[Άτσουκο] Από τον Ιούλιο, όλο το σύστημα μετάδοσης της ιαπωνικής τηλεόρασης μετατρέπεται σε ψηφιακό. Και από τον επόμενο χρόνο, η ψηφιακή αυτή μετάδοση θα γίνεται από τον καινούριο πύργο, ύψους 634 μέτρων, που χτίζεται στο Τόκιο, το Sky Tree –μια κατασκευή που σίγουρα θα εξελιχθεί στο πιο καινούριο σήμα κατατεθέν της πόλης και που ήδη έχει γίνει πόλος ενδιαφέροντος για τους επισκέπτες της περιοχής.

Πρόσφατα, πήγα μια βόλτα στην περιοχή Κοτζίμα, μια περιοχή κοντά στο Sky Tree και κάποτε διάσημη για τις γκέισα που ζούσαν και δούλευαν εκεί, μια ακόμα γειτονιά με «κόκκινα φανάρια» από τις πολλές που υπήρχαν στο Τόκιο. Ακόμα και σήμερα, είναι μια περιοχή που αποπνέει τον αέρα του παλιού κέντρου (αυτού που λέγεται «σιταμάτσι») με πολλά μικρά σοκάκια γεμάτα σπίτια και μαγαζιά.

Κάπου μέσα στα σοκάκια αυτά, μπορεί κανείς να βρει ένα μικρό μουσείο αφιερωμένο στις χαγκοΐτα (hagoita/羽子板), ένα αντικείμενο που ξεκίνησε σαν ρακέτα για το παιχνίδι χανετσούκι (hanetsuki/羽根突き), μια ιαπωνική παραλλαγή του μπάντμιντον αλλά που πλέον χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό και συνήθως απεικονίζει πρόσωπα ή ρόλους από το θέατρο Καμπούκι. Ο χώρος που σήμερα είναι το μουσείο, υπήρξε για πολλά χρόνια το εργαστήριο και το σπίτι του τεχνίτη-καλλιτέχνη Νισιγιάμα Κογκέτσου (西山 鴻月), ενός πραγματικού μετρ της χαγκοΐτα· σήμερα, φιλοξενεί (και παρουσιάζει) τη συλλογή της οικογένειας από διάφορες χαγκοΐτα φτιαγμένες από τα τέλη της περιόδου Έντο και τις αρχές της περιόδου Μέιτζι μέχρι τις μέρες μας.

Ο Νισιγιάμα Κογκέτσου

Ο Νισιγιάμα Κογκέτσου ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη της κατασκευής χαγκοΐτα όταν ήταν 15 ετών –τώρα πια είναι 90, όμως εξακολουθεί να είναι δραστήριος και να εργάζεται. Να τι λέει ο ίδιος για τη γοητεία που ακόμα ασκούν επάνω του οι χαγκοΐτα: «Παρόλο που το Καμπούκι και ο παραδοσιακός ιαπωνικός χορός απαιτούν μια μεγάλη σκηνή για να παρουσιαστούν, η χαγκοΐτα επιτρέπει σ’ αυτόν που τη βλέπει να ρίξει μια ματιά στον κόσμο τους. Γι αυτό το λόγο, δεν μπορεί κανείς να φτιάξει μια χαγκοΐτα αν δεν γνωρίζει καλά τον κόσμο αυτόν. Ξέροντας όλη την ιστορία του Καμπούκι, μπορώ να φανταστώ μια σκηνή από ένα έργο όπως ακριβώς είναι και να τη φτιάξω από την αρχή μέχρι το τέλος με τα χέρια μου».

Όλη η δουλειά που χρειάζεται για να φτιαχτεί μια χαγκοΐτα, από τον σχεδιασμό μέχρι το ζωγράφισμα των προσώπων και μέχρι την κατασκευή των ρούχων γίνεται από τον ίδιο. Και παρόλο που κάνει όλα αυτά τα πράγματα και δίκαια θα μπορούσε να τον θεωρήσει κανείς καλλιτέχνη, παραμένει (αντίθετα με το στερεότυπο των καλλιτεχνών) γειωμένος στον πραγματικό κόσμο.

Βλέποντας κάποιες από τις παλιές χαγκοΐτα που υπάρχουν στο μουσείο (μερικές έχουν ηλικία 150 χρόνων και παραπάνω), εντυπωσιάστηκα από το πόσο ζωντανά ήταν τα πρόσωπα των ηθοποιών που απεικόνιζαν. Όταν το είπα στον κ. Νισιγιάμα, εκείνος μου απάντησε: «Έχει να κάνει με την ποιότητα των χρωμάτων. Όμως, ακόμα περισσότερο, αυτό που έχει σημασία για να διατηρηθούν είναι το πώς τις μεταχειρίζεται κανείς». Αυτή η ιδέα, το να σε ενδιαφέρει πώς θα συμπεριφερθεί ο πελάτης στο έργο σου, το να θέλεις να τον ευχαριστήσεις αλλά παράλληλα να διατηρείς μια περηφάνια γι αυτό που φτιάχνεις, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτών των τεχνιτών, αυτών που στα Ιαπωνικά λέμε «σόκουνιν» (shokunin/職人). Και ο κ. Νισιγιάμα σίγουρα έχει το πνεύμα των σόκουνιν.

Στο μικροσκοπικό αυτό μουσείο, περιτριγυρισμένη από υπέροχες χαγκοΐτα και συζητώντας με έναν ταλαντούχο άνθρωπο που έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή σ’ αυτές, πέρασα ένα ολόκληρο απόγευμα. Και αισθάνομαι ότι ο χρόνος που πέρασα άξιζε πραγματικά τον κόπο.

Όταν βγήκα έξω, τα σύννεφα είχαν καλύψει το Sky Tree ως τη μέση του. Βλέποντάς το, σκέφτηκα ότι στο Τόκιο γεννιούνται καθημερινά καινούρια πράγματα, όμως πάντα υπάρχει η ανάγκη και για πράγματα που γεννήθηκαν πριν από εκατοντάδες χρόνια και για τους τεχνίτες που θα τα φτιάχνουν, κρατώντας έτσι ζωντανές τις παλιές τέχνες. Και για μια στιγμή, αισθάνθηκα ότι κατάλαβα τι ήταν το «ίκι του Έντο», το χαρακτηριστικό στιλ και η αισθητική μιας άλλης εποχής.

0 comments: